Η σοβαρή πολιτική αρθρογραφία των τελευταίων ημερών απηχεί αυτό που μηνύουν εδώ και καιρό τα κατ’ εξοχήν πολιτικά γεγονότα της ύστερης μεταπολίτευσης: οι δημοσκοπήσεις. Οι κατέχοντες την εξουσία φθίνουν, οι διεκδικητές της εξακολουθούν να φυτοζωούν. Ο χορός του δικομματισμού μοιάζει πιο κουρασμένος από ποτέ.
Δεν είναι νέο φρούτο αυτό. Mainstream φωνές που ζητούσαν το τέλος του δικομματισμού υπήρχαν πάντοτε, μάζες πολιτών που τον απαξίωναν χοντροκομμένα επίσης – ψήφοι δεν υπήρξαν. Η αδιαφορία μας, η άμπωτη του μικροαστικού μας ριζοσπαστισμού, η δειλία μας μπροστά στην κάλπη, το κράτος-ευεργέτης και οι εκλογικοί νόμοι που, μεταξύ άλλων, ενέτειναν και το γαμώτο της χαμένης ψήφου τον έχουν διατηρήσει αλώβητο μέχρι σήμερα. Η οργή έγινε περιφρόνηση και η πολιτική βαρετό ριάλιτι – οι πρωταγωνιστές ανακυκλώνονται, δεν αποχωρούν.
Οι επερχόμενες εκλογές προσφέρουν μια αμυδρή ελπίδα ανατροπής. Κι αυτό για δύο λόγους: τη μεγάλη κούραση με το σημερινό πολιτικό σκηνικό (μια κυβέρνηση που διέψευσε τις προσδοκίες μεγάλου μέρους αυτού του 45% που της έδωσε το 2004 την εντολή να προχωρήσει σε “επανίδρυση του κράτους”, μια αξιωματική αντιπολίτευση που είναι ακόμη σε σύγχυση), και το νέο εκλογικό νόμο, που μετά από 18 χρόνια επαναφέρει στο προσκήνιο το ενδεχόμενο των κυβερνήσεων συνεργασίας.
Τότε δεν δούλεψαν. Σήμερα, με τις συνθήκες πιο ώριμες και την ένδεια πολιτικής πιο ορατή, είναι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε από την επαύριο των εκλογών. Στην καλύτερη, μια κυβέρνηση συνεργασίας: όχημα αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ή έστω τόπος πιο δημοκρατικής διαχείρισης. Στη χειρότερη, η μη αυτοδυναμία, αναγκαίο ταρακούνημα.
Ο νέος εκλογικός νόμος διευκολύνει το πρότζεκτ της μη αυτοδυναμίας. Αν η επόμενη βουλή είναι πεντακομματική, με την είσοδο κόμματος έστω “ασόβαρου, φτηνοφιλόδοξου, παλαιοημερολογίτικου” (wink wink) που μας προτρέπει να ψηφίσουμε, με τη γνωστή ιερή οργή, ο ‘αριστερός’ διανοούμενος κ. Χρήστος Γιανναράς, και αν η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι μικρή, δεν θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Βέβαια η επιδίωξη της πεντακομματικής βουλής ενδέχεται να αναγκάσει τον αποφασισμένο ψηφοφόρο της “μη αυτοδυναμίας” σε λήψη γερής δόσης αντιεμετικών πριν την είσοδο στο εκλογικό τμήμα.
Το coup de grace θα ήταν μια εξακομματική βουλή – εκεί είναι που ο εντολοδόχος της 16ης θα αναγκαστεί με βεβαιότητα να τα βολέψει χωρίς τα λούσα της αυτοδυναμίας. Είναι όμως δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο τη στιγμή που το έκτο κόμμα πιθανότατα δε θα αγγίξει ούτε το 1,5%;
Είναι, αν στηθεί η “δεύτερη κάλπη”, μια εκλογική χακιά που ανατρέπει το επιχείρημα της “πεταμένης ψήφου” και μεγαλώνει σημαντικά την πιθανότητα να καταλάβει βουλευτικά έδρανα ένας ικανός αριθμός παραδοσιακών also-rans.
Τι είναι η δεύτερη κάλπη; Μια συμμαχία-αχταρμάς των 24 ωρών, στην οποία θα συμμετέχουν, με κοινό ψηφοδέλτιο, οι “λοιποί” – τα κόμματα του 0.5% και του 1% – ελπίζοντας ότι το άθροισμα των ποσοστών τους θα ξεπεράσει το πλαφόν του 3% για είσοδο στη Βουλή. Την ιδέα έριξε στο τραπέζι ο Νίκος Ράπτης στο ppol.gr και δούλεψε λίγο παραπάνω ο υποψήφιος βουλευτής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας Σπύρος Ντόβας. Αξίζει να διαβάσετε το ποστ του εδώ.
Αυτό το ιδεολογικά ετερόκλιτο κοινό ψηφοδέλτιο με (απολύτως θεμιτό και συνεπή) κοινό τόπο την απλή αναλογική, μ’ όλες τις πρακτικές δυσκολίες στην κατάρτισή του, είναι η καλύτερη ιδέα που έχω ακούσει για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα εδώ και πολύ καιρό.
Δυστυχώς δεν φαίνεται να συγκινεί εξίσου τους πρωταγωνιστές του σεναρίου. Κι αν για κάποια αριστερά σχήματα η άρνηση φαίνεται ιστορικά συνεπής, για τη νέα Φιλελεύθερη Συμμαχία, το (δημόσιο) σνομπάρισμα της πρότασης του Ντόβα ή, χειρότερα, η απόρριψη της με επιχειρήματα του στυλ “καλύτερα να μην μπούμε εμείς στη Βουλή παρά να βάλουμε μέσα και τον Παπαθεμελή” (μτφ: ναι στην απλή αναλογική, αλλά μόνο για μας) είναι μάλλον απογοητευτικά.