Υπερτιμημένοι, όχι λούζερ


Προχτές είδαμε τη Γαλλία να κάνει τη μεγάλη ανατροπή και να βγάζει εκτός Μουντιάλ μια Ισπανία που συγκαταλεγόταν μεταξύ των φαβορί, μετά τις πολύ καλές εμφανίσεις της στη φάση των ομίλων. Οι συνήθεις κατηγορίες εκτοξεύτηκαν κατά των Ισπανών, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι απογοητευμένοι Φούριας Ρόχας έπεσαν περισσότερο θύμα της υπεραισιοδοξίας τους, παρά του γνωστού συμπλέγματος που συχνά τους καταδιώκει στις μεγάλες διοργανώσεις.

Σε αντίθεση με ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, όπου όλοι οι συμμετέχοντες είναι λίγο-πολύ γνωστοί, στα Μουντιάλ υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα η φάση των ομίλων να αποτελεί μαγική εικόνα. Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να εκτιμήσει τη συγκριτική δυναμικότητα Ισπανών και Γάλλων βάσει αγώνων κόντρα στην Τυνησία, τη Σαουδική Αραβία, τη Ν. Κορέα και το Τόγκο. Η αγάπη των ΜΜΕ για την ομάδα του Αραγονές φούντωσε μετά το επιβλητικό 4-0 επί των αξιόμαχων Ουκρανών στην πρεμιέρα. Όσοι όμως είχαν παρακολουθήσει εκείνο το παιχνίδι γνωρίζουν ότι το αποτέλεσμα ήταν πλασματικό. Η δυσπιστία απέναντι στη Γαλλία κρατά εδώ και 4 τουλάχιστον χρόνια, εντείνεται όσο τα βασικά της στελέχη γερνούν και ενισχύθηκε περαιτέρω με τις φήμες περί κακού κλίματος και την αδυναμία τους να καθαρίσουν νωρίς την υπόθεση πρόκριση, σ’ έναν φαινομενικά εύκολο όμιλο.

Έτσι φτάσαμε σε ένα νοκ-άουτ παιχνίδι, στο οποίο μια πρωταθλήτρια κόσμου και Ευρώπης αντιμετώπιζε ένα νεαρό σύνολο, με μικρή εμπερία και χωρίς διεθνείς περγαμηνές και θεωρείτο λίγο-πολύ χαμένη από χέρι.

Σε επίπεδο ατομικών χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων η Ισπανία του Αραγονές δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Πέραν των Χοακίν, Σέρχιο Ράμος, Πουγιόλ και Φάμπρεγας που είναι τεχνικά και σωματικά προικισμένοι παίκτες, το ρόστερ των Ισπανών δε δικαιολογούσε την υπέρμετρη αισιοδοξία. Ο Ραούλ είναι σε διαρκή πτώση και ο Αραγονές δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ στη φυσική του θέση, ο Τσάβι είναι καλός, αλλά προέρχεται από τραυματισμό, ο Τσάβι Αλόνσο πασέρ εξαιρετικής ακρίβειας, αλλά και παίκτης τον οποίο ακόμη κι ένας σαραντάρης Ζινεντίν Ζιντάν θα ξεπερνούσε στο σπριντ, ο Τόρες μεγάλο ταλέντο, χωρίς την προσδοκώμενη εξέλιξη την τελευταία τριετία.

Απέναντί τους βρέθηκαν παίκτες μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά αναμφισβήτητα υπέρτερης κλάσης: Ζιντάν, Ανρί, Βιεϊρά, Μακελελέ, Τουράμ, Γκαλάς. Ακόμα και οι νεότεροι Μαλουντά και Ριμπερί δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τα μεγαλύτερα ταλέντα της ισπανικής ομάδας.

Αλλά και σε επίπεδο τακτικής, η Ισπανία ήταν περίπου προδιαγεγραμμένο ότι θα τα έβρισκε σκούρα με αντίπαλο τη Γαλλία. Ο Αραγονές αρέσκεται να παίζει ένα ιδιόμορφο 4-3-3, με την επιθετική του τριπλέτα να απαρτίζεται από τρεις κλασικούς στράικερ. Ούτε ο Τόρες, αλλά ούτε κι ο Βίγια, που πλαισίωναν προχθές τον Ραούλ, συνηθίζουν να επιτίθενται από τα άκρα. Ο Αραγονές λοιπόν τους χρησιμοποίησε ως πιο κλασικούς φορ, τραβώντας το Ραούλ παραέξω, σε ρόλο τρεκουαρτίστα – συνδετικού κρίκου, δηλαδή, μεταξύ επίθεσης και κέντρου. Ένα σχήμα που είχε παίξει με ελάχιστη επιτυχία για ένα φεγγάρι κι ο φίλος μου ο Τσατσέφσκι στον Άρη.

Στο κέντρο συνυπήρχαν, χωρίς διακριτούς ρόλους και με μεγάλη ελευθερία κινήσεως, οι Τσάβι Αλόνσο, Τσάβι και Φάμπρεγας. Μόνο ο πρώτος έμενε συνήθως λίγο πιο πίσω – ως κατά συνθήκη αμυντικό χαφ. Στην πραγματικότητα ο Αραγονές δεν είχε καθαρό αμυντικό χαφ. (Ο μοναδικός τέτοιος στο ρόστερ του, ο Δαβίδ Αλμπέλδα, χρησιμοποιήθηκε μόνο για ένα ημίχρονο σε όλο του Μουντιάλ) Ο ρόλος μοιραζόταν στους 3 σωματοφύλακες του κέντρου, που έτσι όμως δεν είχαν την άνεση να φτιάξουν παιχνίδι και γύριζαν πίσω όταν οι Γάλλοι άρχισαν να φαίνονται πιο απειλητικοί μπροστά.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ισπανίας – και ήταν καθαρά θέμα σχήματος και επιλογών ενδεκάδας από την πλευρά του προπονητή – έγκειτο στην αδυναμία της να δώσει ουσιαστικό εύρος στο παιχνίδι. Ο ακούραστος Σέρχιο Ράμος έπαιζε όλη τη δεξιά πτέρυγα, αλλά οι προωθήσεις του ήταν περισσότερο αντιπερισπασμός και λιγότερο ουσία. Απ’ την άλλη πλευρά ο κίνδυνος ήταν ακόμα μικρότερος, με τον Πέρνια να κατεβαίνει σπανιότατα, φοβούμενος ίσως τις επελάσεις των Σανιόλ και Ριμπερί. Η Ισπανία προσπαθούσε λοιπόν να βγάλει όλες τις φάσεις απ’ τον άξονα, εκεί όπου η Γαλλία την περίμενε έχοντας υψώσει πραγματικό τείχος με τους Βιεϊρά, Μακελελέ, Τουράμ και Γκαλάς. Η είσοδος του κλασικού εξτρέμ Χοακίν στο 60′ ήταν σωστή κίνηση, αλλά ήρθε αργά.



2 σχόλια


1
Από: vassilis

Θεωρώ πολύ σωστή την ανάγνωση και την ανάλυση των προβλημάτων της Εθνικής Ισπανίας από τον Pihacek, ιδιαίτερα δε το σημείο στο οποίο αναφέρεται στην (ανύπαρκτη) ανάπτυξή της από τα άκρα. Με έναν καθαρόαιμο χαφ-εξτρέμ στην 23άδα (Joaquin) και με τους Vicente, Etxeberria, Luque “σπίτι τους”, το σύστημα του κου Aragones ήταν καταδικασμένο να μη “δουλέψει”. Για να εφαρμόσει κάποιος προπονητής ένα σύστημα στον αγωνιστικό χώρο, θα πρέπει να διαθέτει και τα κατάλληλα εργαλεία. Εάν δεν τα διαθέτει και επιμένει να εφαρμόζει το ίδιο σύστημα, το μόνο πράγμα που θα μείνει αήττητο επάνω του θα είναι η βλακεία του. Εάν όμως τα “εργαλεία” υπάρχουν, αλλά εκείνος τα αγνοεί επιδεικτικά τότε, εκτός από βλαξ είναι και άξιος της μοίρας του. Σε κάθε περίπτωση, οι ευθύνες του εκλέκτορα κου Aragones είναι σαφώς περισσότερες από ό,τι των ίδιων των παικτών, που στο κάτω κάτω της γραφής έδειξαν στη φάση των ομίλων κάποια πολύ θετικά στοιχεία. Και μάλλον στην Ισπανία θα πρέπει να έχουν καταλάβει, ότι η επιλογή του εκλέκτορα της Εθνικής ομάδας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να την εμπιστεύεται κανείς σε “συνταξιούχους” τύπου Aragones ή “ακαδημαϊκούς” τύπου Inaki Saez. Χρειάζεται ένας προπονητής με, πάνω απ’ όλα, δυνατή προσωπικότητα και κοινή αναγνώριση, αλλά και σε μια ηλικία παραγωγική (45-55 ίσως), ώστε να μη βλέπει την Εθνική Ισπανίας ως τον τελευταίο σταθμό πριν τη σύνταξη και το “εφάπαξ”, αλλά ως επαγγελματική πρόκληση.

30 June, 2006 στις 1:00 am
2

[…] Όντως η Φούρια Ρόχα παίζει εδώ και κάμποσο καιρό σαν μια λίγο πιο δυσκοίλια εκδοχή της Μπαρσελόνα, με προσωπικό, ρυθμό και βασικές αρχές δανεισμένες από το ολλανδικό νησί της καταλονίας. Οι ολλανδικές επιρροές στο στυλ της Μπάρσα είναι γνωστές (Μίχελς στα 70s, Κρόιφ στα 80s-90s, Ράικαρντ αργότερα, τακτικά ψώνια από την PSV). Από την Ισπανία του Ντελ Μπόσκε, όμως, λείπει το πλάτος. Όπως έλειπε κι από εκείνη του Αραγονιές πριν τέσσερα χρόνια. […]

11 July, 2010 στις 5:47 pm