Κόλαφος (Μέρος Δεύτερον)


uschidigard

Ο ύπνος στο πανάκριβο Χάφνια του Τορσάβεν ήτο τρικυμιώδης το βράδι της περασμένης Τρίτης. Δύο υπνοσεντόν χρειάστηκε να πάρω μαζί με το υπακτικό του ταξιδιώτου. Κι αφού απήλαυσα από τηλοψίας μια ολάκερη ώρα συζήτησης του δημοτικού συμβουλίου για τους συντελεστές δομήσεως της πρωτευούσης – κονσέρβα, στις 10 το βράδι… και μετά απορούν για την υπογεννητικότητα – ξεκίνησε η προβολή του τεάτρ REM.

Το όνειρο έιναι μακρύ και πολύ σουρεαλιστικό για να το περιγράψω ‘αν του ντετάιγ’ εδώ (Φεβριέ των εκπτώσεων είναι σεραμί Θας, το υποβιβάζω στην υποσημείωση *). Συνοψίζεται ως εξής: ωμός βασανισμός και φριχτός θάνατος του γλοιώδους ταινιοκριτικού Χάραλντ Φέλγκε-Στράους στα χέρια της αφιονισμένης Δήμητρας Κίντο-Ράμσφελντ, σε σουίτα του Ιλτόν των Καννών. Ξύπνησα κάθυδρη και πεινασμένη.

Δεν είμαι δα κι ο Γκάντι του πολιτιστικού σιρκουί, μα ποτέ δεν είχα παραδοθεί σε τέτοια πρωτόγονα ένστικτα (ένα-δύο θεατρικά χαστούκια σε τροχονόμους, α λα Ζαζά Γκαμπόρ, για να τραβάω που και που τα φώτα της δημοσιότητος δε μετράνε). Συνέχιζα να σκέφτομαι βασανιστικούς θανάτους για τον Φέλγκε-Στράους ακόμα και στον ξύπνιο μου, λιβανίζοντας ανόρεκτα τα μουλιασμένα κορνφλέικς του ρουμ-σέρβις. Δε φταίει ότι διαβάζω Μπάλαρντ αυτές τις μέρες. Φταίνε αυτοί!

***

Αν γνωρίσετε από κοντά τον Φ-Σ θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Το αστείο είναι ότι γράφει “για τη σκηνή του Τορσάβεν” (ο Θεός να την κάνει) στο Χάρσκετ Μος, το πιο χιπ Σουηδικό περιοδικό. Σα να λέμε η Λουκά γράφει στο Φέις ή ο Κακαουνάκης στο Γουάιερντ. Είτε δεν τον έχουν συναντήσει από κοντά να δούνε τι μούμια αταρίχευτη είναι, είτε τον θεωρούν καλτ.

Κι αν ο Φ-Σ είναι το Μπετ Νουάρ της ταινιοκριτικής ελίτ του Τορσάβεν, οι λοιποί της παρέας δεν πάνε πίσω. Ο Σιούρντουρ Μπενγκτ-Γιάκομπσεν, ντόπελγκάνγκερ του Παπαθεμελή και λάτρης του Μπρεσόν. Η Τράουτε Φιόρτοφ-Μπορκ, φτυστή η Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, θεωρεί ότι η ιστορία του σινεμά τελείωσε με το Ντράγερ και τον Αιζενστάιν. “Ο ήχος είναι η σύφιλις της έβδομης τέχνης,” είχε γράψει κάποτε. Κι είναι κι άλλοι τρεις-τέσσερεις σφουγγοκωλάριοι που δεν τους ξέρει η μάνα τους. Όλοι με διπλό (τουλάχιστον) επώνυμο. Αν έχεις μόνο ένα και θες να γίνεις ταινιοκριτικός στις Φερόες, καλά θα κάνεις να εφεύρεις κι ένα δεύτερο.

Θα σας πω απλώς το εξής: αν ανέβαινε ο φίλος μου ο Μπακογιαννόπουλος (που είναι, το δίχως άλλο, ένας μπον-ομ της κουλτούρας) για ημερίδα κινηματογράφου στο Τορσάβεν και τον περιελάμβαναν οι μούμιες, θα τον καταδίκαζαν με συνοπτικές διαδικασίες ως πράκτορα του Ολιγούντ και το ντεμπά θα περιοριζόταν στο αν θα έπρεπε να τον διαμελίσουν ή να τον κάψουν ζωντανό. Ευτυχώς δεν έχουν δει ακόμα Γκρίναγουει.

Και γιατί, ρωτάτε, διεσταυρώθη το δικό μου μυρουδάτο μονοπάτι με το κατάξερο το δικό τους; Γιατί υπεραγαπώ το Ρας Μάγιερ και γιατί τα θέλει ο κώλος μου.

***

Το Τορσάβεν δεν είναι ακριβώς η Μέκκα του αντεργκράουντ και του έρμπαν κουλ, αλλά έχει ένα δυο καταγώγια που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τη ρετροσπεκτίβα στο Ρας και θα ήταν και μακριά απ’το προπολεμικό ραντάρ των σουκιουμπί. Κανένα τους όμως δεν αποπνέει τη γλυκιά παρακμή του Άστυ στην Αθήνα – εκεί που ο Ταρκόφσκι μυρίζει κάτι ανάμεσα σε δήμόσια ουρητήρια και το εργαστήριο του δρος Φλέμινγκ στο μεσοπόλεμο. Εκεί που και το εργαστήριο του δρος Καλιγκάρι μυρίζει σαν το εργαστήριο του δρος Φλέμινγκ… Ή το Γκαγκάριν, όπου οι βιντεοταινίες του Σουγκλάκου μπορούν – σε κλίμα εξαίσιας περβερσιτέ – να σταθούν πλάι στα άνθη του Μιζογκούτσι. (Το Παλάς το μισώ, το μισώ, το μισώ!)

Το μόνο αξιόλογα παρακμιακό μαγαζί της πρωτευούσης του Φερογιόρ είναι το δήθεν στολίδι της υψηλής τέχνης, το Μποζάρ – ένα ερείπιο της εποχής του Κρίστοφερ του 3ου, που έζησε τις μεγαλύτερες πιένες του σε μια συναυλία της Λάιζα Μινέλι.. πέρσι.. Για να πάρεις όμως άδεια χρήσης του Μποζάρ και δη για κινηματογραφικούς σκοπούς, χρειάζεσαι τη συγκατάνευση των βαμπίρ. Η γνωριμία μου με τον Ίγκυ υποτίθεται ότι θα έκανε τυπική τη διαδικασία. Φεύ! Από απλή βυσματία, τα σουκιουμπί με αναγόρευσαν σε Ζαν ντ’Αρκ του σοφτκόρ, σε Ρόζα Παρκς του καλτ σινεμά.

***

“Όσο αναπνέω δε θα παίξει τσόντα στο ιερό πανί του Μποζάρ!” ανέκραξε με στόμφο μυθικού πολεμάρχου ο Μπένκτ-Γιάκομπσεν (ραίνοντας σίελο την ομήγυρη). Τα άλλα πτώματα έγνεφαν επιδοκιμαστικά. Τρωγόμουν να ρωτήσω που πουλάνε ασημένιες σφαίρες, αλλά είπα να κρατήσω λίγο τα προσχήματα.

Μετά από πέντε ώρες τιτάνιας προσπάθειας κατάφερα να τους κάνω να δεχτούν το κόνσεπτ της ρετροσπεκτίβας (“δε θα είναι ηρωοποίηση του Μάγιερ, μα εθνογραφική, κριτική ματιά στο φαινόμενο του σοφτ-κορ και το κοινωνικό μιλιέ απ’ το οποίο ξεπήδησε…μπλα μπλα… αναφορές σε μια Αμερική που αναζητεί την ταυτότητά της.. μπλα.. κι όπως έγραψε ο Αντόρνο.. μπλα μπλα.. το θλιβερό κοντράστ με τα λουλούδια του Σοβιετικού.. μπλα…). Ο επόμενος σκόπελος όμως έμοιαζε αξεπέραστος..

Απαίτησαν να προλογίσει τη ρετροσπεκτίβα η ελεεινή έχιδνα Φρεντρίκε Μολερ-Νίλσεν. Έπρεπε να το είχα ψυλλιαστεί γιατί το πρόσεξα ότι σα στενογράφος είχε καταγράψει με το νι και με το σίγμα τα φούμαρα που τους είχα αραδιάσει (θα προσέθετε το δίχως άλλο και το δικό της βιτριόλι). Προσπαθώντας να αποτρέψω τη βεβαία σύλληση του τάφου του Ρας, τους απήντησα ότι δυστυχώς είχα ήδη κλείσει μια διάσημη καθηγήτρια. Με πίεσαν για το όνομα.

“Δεν την ξέρετε. Λέγεται Ούσι Ντιγκάρ και διδάσκει αρ βιζουέλ μοντέρν στο Παρί Κατρ.”

Μου ακούστηκα πειστική, παρ’ότι είχα καταδαγκώσει τη γλώσσα μου.

***

Το αθώο μου ψεματάκι δεν άντεξε ούτε 24 ώρες – χάρις στο καταραμένο το Ιντερνέτι. Το επόμενο πρωί η Μ-Ν ήρθε σινάμενη-κουνάμενη, κραδαίνοντας μια φωτογραφία. Η ημίγυμνη εικονιζόμενη ήταν η Ούσι Ντιγκάρ (γνωστή και ως Τούντι), μούσα του Ρας και πρωταγωνίστρια σε πολλά του έργα, με πιο τελευταίο τις “Κορυφές της Πανδώρας” (η φώτο επισυνάπτεται παραπάνω). Είχε περάσει κι από το Παρίσι για γυρίσματα ένα φεγγάρι, αλλά σε αμφιθέατρο της Σορβόνης δεν επάτει…

“Συνωνυμία θα είναι καλέ,” απάντησα αμήχανα.
“….”
“Πούστηδες παπαράτσι..”, η δεύτερη προσπάθεια
“Φρειμ απ’ την ταινία είναι” απάντησε ψύχραιμα ο Φ-Σ, πιπιλώντας αυτάρεσκα το τσιμπούκι του. Οι υπόλοιποι με κοιτούσαν βλοσυρά.

(Ιερά Εξέτασις φίλες και φίλοι! Η σκηνή μου θύμισε μια πονεμένη στιγμή απ’τα νιάτα μου, όταν είχα καλέσει τους φίλους από την αχτίδα Βριλησσίων σπίτι μου να δουμε ταινία που είχα γράψει στο βίντεο κι έκανα το λάθος να βάλω Φρανκ Κάπρα)

Εκεί πλέον εξεμάνην και άνοιξα τα χαρτιά μου. Τους πέρασα γενεές δεκατέσερεις, τους είπα αγάμητους, τους προέτρεψα να πάνε να δούνε κάνα Ρομέρο. Η Φιόρτοφτ-Μπορκ, ασυνήθιστη σε τέτοιον οχετό, έγινε κάτασπρη κι έφτασε στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Η Μόλερ-Νίλσεν, η ντεμπιτάντ του θιάσου των Ναζγκούλ, γύρισε με ύφος φρουμαγμένης κακιάς σε σαπουνόπερα και μου ψυθίρισε “θα σε πολεμήσω μέχρι τέλους”. Το εξέλαβα ως καμουφλαρισμένη ομολογία ότι αν όχι Φώσκολο, τουλάχιστον τη “Δυναστεία” την έβλεπε στα μικράτα της. Σε μια κουλτούρα όπου ο αριθμός των επωνύμων μετράει περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο, η Αλέξις Μόρελ Κάρινγκτον Κόλπι Ντέξτερ Ρόουαν θα ήταν πραγματική βασίλισσα.

Ο Φέλγκε-Στράους, που παραλίγο να καταπιεί την πίπα του μ’αυτα που του’ χα σούρει, ψέλλισε “δ..δε θα χάνουμε το χρόνο μας μαζί σας μαντάμ” κι έλυσε την όμορφη συνεδρία. Έφυγα αφιονισμένη κι αποφασισμένη να πακετάρω για Ελλάδα. Ο Ίγκυ είδε κι έπαθε για να με ηρεμήσει. Με διαβεβαίωσε ότι θα μεσολαβήσει προσωπικά στην υπουργό πολιτισμού και θα πάρουμε το Οκέι. Για τον Ρας! Εσπερόν…

 
* Το ξυπνητήρι χτυπούσε ρεταρισμένα. Πρέπει να είχε ξυπνήσει το μισό Ιλτόν μέχρι να το πάρω χαμπάρι εγώ το βόιδι. Είχα αργήσει. Με μια κίνηση μπήκα μέσα στην ολόσωμη κίτρινη φόρμα με τη μαύρη ρίγα κι άρπαξα το Χατόρι Χάνζο από τη γκαρνταρόμπα. Η αζιλιτέ και η καλλιγραμμία μου δε με εξέπληξαν. Στα όνειρα μου έχω γκρεμοτσακιστεί από απόκρημνες ακτές, μου έχουν πέσει τα δόντια, μου ‘χουν κλέψει τα παπούτσια, έχω βγει στο χρυσό κουφέτο, έχω νοσηλευτεί ως τρελή αγελάδα σε σανατόριο παρά τω Γάγγη, μα ποτέ, ποτέ δεν είχα ψωμάκια. (Αυτή είναι η κατάρα του κριτικού κινηματογράφου – ούτε ένα όνειρο δεν μπορεί να δει χωρίς να το κάνει ριβιού)

Έφτασα με την ψυχή στο στόμα στο Σταρ, στη Ρυ ντ’ Αντίμπ. Έπαιζε την “Ελεγεία” του Γκοντάρ, την ταινία για την οποία το Μπετ Νουάρ της ταινιοκριτικής ελίτ των Φεροών, ο πολύς Χάραλντ Φέλγκε-Στράους, είχε διακινδυνεύσει μια από τις σπάνιες εξορμήσεις του στην Κυανή Ακτή. Δεν είχα εισιτήριο, αλλά η χόστες της βραδιάς με ανεγνώρισε (“Κελ ονέρ μαντάμ Τερμάν!”) και με έβαλε μέσα μετά βαϊων και κλάδων. Μετά από δυο ώρες προβλέψιμης ασυναρτησίας (και νόμιζα ότι το Ριάλιτι Τέηπ ήταν ο παράδεισος της ανακυκλώσεως!) εξήλθα παραγουλισμένη στο φουαγιέ. Ήταν εκεί, με το λευκό καπέλο, το φαιδρό μαντήλι και την πίπα – θλιβερό κακέκτυπο του Μπογκάρντ στο Θάνατο στη Βενετία του Παζολίνι. Δε δυσκολεύτηκα να τον προσελκύσω στη σουίτα μου. Δεν τον σαγήνεψα με τα κάλλη μου – αυτοί οι τύποι είναι είτε παιδερασταί είτε ασεξουέλ. Του έταξα ένα μπουκάλι αίμα παρθένας. “Ααα! Ομπλιζέ” απάντησε, αστράφτοντάς μου ένα στραβό, δυσκοίλιο χαμόγελο σαν του Σημίτη.

Τον έμπασα στη σουίτα χωρίς χρονοτριβή, τον έδεσα χειροπόδαρα (τσίριξε λίγο αλλά δεν προέβαλε καμία αξιοσημείωτη αντίσταση) κι ετοιμάστηκα για την εκδίκηση. Δε θυμόμουν τι ακριβώς μου είχε κάνει, αλλά κάτι μέσα μου ούρλιαζε “Ρεβανς! Ρεβάνς!” Αρχικά σκέφτηκα να τον διαμελίσω, αλλά δε θα έιχε πλάκα. Θα μου λιποθύμαγε στη θέα του Χατόρι. Σκέφτηκα να κάνω το κόλπο του Πέι Μέι – θα ήτο πτωχό σπετάκολο και μπορεί να μη φτούραγε κιόλας. Δεν είμαι σίγουρη ότι ο συγκεκριμένος μυς παίζει κάποιο ζωτικό ρόλο στον οργανισμό του. Μετά σκέφτηκα να του ξεριζώσω τα μάτια ένα-ένα, αλλά αμφιβάλλω αν θα τον ανάγκαζε να εγκαταλείψει την καριέρα του ταινιοκριτικού. Σίγουρα δε θα επηρέαζε στο ελάχιστο τα κείμενά του. Με πόνο ψυχής εγκατέλειψα τον Ταραντίνο. Οι αρωματικές οδοντογλυφίδες του Ιλτόν ήταν το ιδανικό ενστρουμάν ντε τορτύρ. Κατ του Κιούμπρικ!

Τον έδεσα σε μια καρέκλα, του έβαλα δυο οδοντογλυφίδες να κρατάνε τα βλέφαρά του ανοικτά και τον άφησα να πεθάνει αργά και βασανιστικά, παρακολουθώντας τρία ντιβιντί με ταινίες και συνεντέυξεις της Μεγκ Ράιαν (Μη μου το συμπαθάτε το θύμα. Τη Μεγκ Ράιαν είχα πρόχειρη, αυτήν του έβαλα. Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε οποιοδήποτε αγγλόφωνο έργο).



9 σχόλια


1
Από: kukuzelis

Μια επισήμανση: η Τούντι δεν είναι άλλη από την Τούντι. Δηλαδή την Έβα Χόρβαθ (Eva Horvath), μια απ’ τις πρωταγωνίστριες του Μόντο Τόπλες ΙΙ. Που δυστυχώς ουδέποτε βγήκε στις αίθουσες αφού έμεινε απλό πρότζεκτ. Τυχαίνει όμως να έχω δει κάνα δυο κλιπάκια απ την ταινία στο ίντερνετ, οπότε δεν είμαι σίγουρος τι αλχημείες μπορεί να έχει κάνει ο Ρας. Μετά το 1979 δεν θα διακινδύνευα να πω σίγουρη γνώμη για τη φιλμογραφία του. Διορθώνω, όχι για άλλο λόγο αλλά για να μη δίνουμε πάτημα σ’ αυτά τα σκυλιά με τα δυο ονόματα. Και γιατί μ’ αρέσει πολύ η Ούσι ως σκέτη Ούσι. Στις κορυφές της Πανδώρας σίγουρα έπαιζε η Τούντι και η Πανδώρα Πηκς (μπλιάχ, σιλικόνη) όχι όμως κι η Ούσι. (εδώ κι εδώ). Αν κάνω λάθος μου αξίζει κι εμένα κόλαφος.

18 February, 2005 στις 3:16 pm
2
Από: Dimitra

Μεε.. σεπαποσίμπλ! Ψέματα μου είπε; Και δεν έχω και το ντιβιντί. Αυτό μου έλειπε τώρα να έχω μπλέξει με μυθομανή. Μετά το Φωτίου-γκεητ, το Τούντι-γκεητ;

19 February, 2005 στις 12:39 am
3
Από: V.V.

Μάλλον έχω χάσει επεισόδια, αλλά το όλο σεταπ βρωμάει λίγο έντονα επιτήδευση – τόσο το φοβάστε το πατσουλί που πήγατε Φαρόες για να ξεφύγετε; Αλλά από κάποια τόσο επιτηδευμένη, και γαλλομαθή, θα περίμενα να ξέρει ότι το Tórshavn ΔΕΝ προφέρεται Τορσάβεν, αλλά μάλλον Τorsch-haun….εκτός αν η λιτεραλ μεταγραφή έγινε για να μπερδέψει τους ανόητους ιθαγενείς…

19 February, 2005 στις 10:48 am
4
Από: Yorgos

lol Βι-Βι παίζεις με τη φωτιά μου φαίνεται =)
Θα πήγαινες στον Αλέφαντο να του πεις “δεν είναι ‘Μαρσέγη’, ούτε ‘Μαρσιέ’, αλλά Μαρσέιγ;”

19 February, 2005 στις 11:47 am
5
Από: Dimitra

Σεραμί Κουκουζελί είχατε δίκιο (περίπου). Και δεν υπάρχει Τούντι-γκεητ (περίπου). Η Ούσι δεν εμφανίζεται στην Πανδώρα, αλλά ντουμπλάρει (!) λέει τη φωνή της Τούντι. Μινυσκύλ το σκάνδαλον λοιπόν – ούτε για τη Λαμπίρη. Οι λιγοστοί οπαδοί της Εύας Χόρβαθ μπορούν να κάψουν τώρα τους δίσκους της.

Έντιτορ ελπίζω να τον ξέρεις αυτόν τον ανερμάτιστο, που κάθεσαι και χαριεντίζεσαι. Γιατί εμένα μου κάνει είτε για πράχτωρ της διώξεως, είτε για τσιράκι των αποικιοκρατών της Κοπεγχάγης. Άκου Τορσάουν…

Τα υπόλοιπα ολισθήματά σου στα συγχωρώ. Και το Νικολά τον λατρεύω.

20 February, 2005 στις 2:15 am
6
Από: D.

Mε ζουτ αλόρ! Κι’εσκισπασ ισί;
Vos histoires se déroulent, en France..en Suède….dans votre cerveau hallucinant?Je ne comprends rien!
Αμπσολυμάν ριέν!

20 February, 2005 στις 3:38 am
7
Από: kukuzelis

Κε σ’ ε μπον ντε νε πα κομπρέντρ. Υν σενσασιόν συρεαλίστ α νοτρ επόκ ντε μετά σι ε μετά σα. Ζε βου-ζ-ανβί.

20 February, 2005 στις 9:13 am
8
Από: S.K.

haha, o V.V. PALI egrapse! BTW, pws metafrazete to epitideumenh sta agglika?

PS auth h istoria me to Hatori Hanzo kai ton Pai Mei kati mou 8umizei…sou ma8e kai sena Dimitra o sofos pappous to “kolpo”? …hmm ma kai’su meshlikh gunaika, 8a trabikseis kanan tenonta me tetoies a8lopaidies

20 February, 2005 στις 12:56 pm
9
Από: Dimitra

Υποτίθεται σερ, υποτίθεται.. μια φορά το δοκίμασα στην Ούλμαν κι άλλη μια παλιότερα στο χοντρό το μουσάτο. Δεν έπιασε. Και δε θέλω να ανησυχείς για την υγεία μου. Ζε σουι τρεζ αζίλ καν ζε ρεβ.

27 February, 2005 στις 3:25 am